σπόγγος

σπόγγος
ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α
1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία (α. «κυπελλόσχημοι σπόγγοι» β. «σφαιροειδείς σπόγγοι» γ. «κυλινδρικοί σπόγγοι» δ. «δακτυλιοειδείς σπόγγοι»)
2. στερεά και πορώδης μάζα που προκύπτει μετά από επεξεργασία τών παραπάνω ζώων και χρησιμοποιείται για καθαρισμό, το σφουγγάρι (α. «εμπόριο σπόγγων» β. «σπόγγῳ ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῑρ' ἀπομόργνυ», Ομ. Ιλ.)
3. το σφουγγάρι που χρησιμοποιήθηκε κατά την σταύρωση τού Χριστού («λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους», ΚΔ)
νεοελλ.
απομίμηση φυσικού σπόγγου από καουτσούκ ή από άλλη συνθετική ύλη που χρησιμοποιείται για καθαρισμό τού σώματος καθώς και σκευών ή άλλων αντικειμένων ή και κομμάτι ύφασμα ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού πίνακα στα σχολεία
νεοελλ.-μσν.
(λειτ.) α) μικρό πεπλατυσμένο τεμάχιο σφουγγαριού με το οποίο ο λειτουργός ιερέας ή ο διάκονος απομάσσει τον άγιο δίσκο και το αντιμήνσιο, αλλ. μούσα
β) σφαιρικό σφουγγάρι που χρησιμοποιείται στην πρόθεση για αποσπόγγιση τού Αγίου Ποτηρίου και την απόπλυσή του
γ) αμεταχείριστο σφουγγάρι που χρησιμοποιείται από τον αρχιερέα κατά τα εγκαίνια ναού, για την απόμαξη τής Αγίας Τράπεζας και την απόπλυσή της τη Μεγάλη Πέμπτη
μσν.
μτφ. δούλος
αρχ.
1. κάθε σπογγοειδής πορώδης ουσία οργάνων τού σώματος
2. το φυτό νήριο
3. στον πληθ. oἱ σπόγγοι
οι αδένες τών αμυγδαλών και τα παρίσθμια τού λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπόγγος είναι δάνεια, μεσογειακής προέλευσης, και συνδέεται με τα αρμ. sunk, sung «μανιτάρι» και λατ. fungus «μύκης, μανιτάρι». Ο τ. σφόγγος είναι δευτερογενής, πιθ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπόγγος — sponge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”